- σμέρδ[ν]ος
- σμέρδ[ν]ος· λῆμα, ῥώμη, δύναμις, ὅρμημα, Hsch. [full] σμέρδος, a kind ofA fish, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σμερδαλέος — α, ον, θηλ. και η, Α 1. φοβερός στην όψη, φρικαλέος 2. φρικτός στην ακοή, τρομερός («σμερδαλέον δ ἐβόησε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σμερδ αλέος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *(s)mer d «φθείρω, αφανίζω» και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. smerzan «προκαλώ… … Dictionary of Greek
σμέρδνος — Α σμέρδ(ν)ος (κατά τον Ησύχ.) «λήμα, φώμη, δύναμις, ὅρμημα». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σμερδαλέος] … Dictionary of Greek